- δελής
- και ντελής, ο1. παράτολμος μέχρι τρέλας2. στον πληθ. δελήδεςριψοκίνδυνοι ιππείς τού τουρκικού στρατού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. deli «τρελός». Η απόδοση με -δ- στο δελής οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό»)πρβλ. βόμβα κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.