δελής

δελής
και ντελής, ο
1. παράτολμος μέχρι τρέλας
2. στον πληθ. δελήδες
ριψοκίνδυνοι ιππείς τού τουρκικού στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. deli «τρελός». Η απόδοση με -δ- στο δελής οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό»)
πρβλ. βόμβα κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Δελής, Γεώργιος — (Βράιλα 1871 – Αθήνα 1954). Ποιητής. Καταγόταν από τη Θράκη. Σπούδασε γιατρός στη Βιέννη και το 1897 επέστρεψε στην Ελλάδα και υπηρέτησε ως έφεδρος υγειονομικός αξιωματικός στο ναυτικό. Η άδοξη κατάληξη του ελληνοτουρκικού πολέμου τον απογοήτευσε …   Dictionary of Greek

  • ντελής — ο (Μ ντελής) βλ. δελής μσν. ως επίθ. γενναίος, ηρωικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δελής] …   Dictionary of Greek

  • Σισιλιάνος, Δημήτριος — Διπλωμάτης και συγγραφέας (1876 1973). Διατέλεσε πρεσβευτής της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον. Ως διπλωμάτης έφτασε ως το βαθμό του πρεσβευτή πρώτης τάξης. Ο Σ. διακρίθηκε και ως συγγραφέας. Τα κυριότερα έργα του τιτλοφορούνται Έλληνες αγιογράφοι μετά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”